Skip to main content
|

Οι συντεχνίες των ζευγάδων και των ποιμένων Ερεσού

SHARE

ΜΟΙΡΑΣΟΥ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟ

Χρόνος ανάγνωσης :
5'
Λέξεις Κλειδιά :
Νικόλαος Καρύδης

του Νικολάου Καρύδη

Θεολόγος, ερευνητής, λαμπαδάριος Ι.Ν. Άγ. Θεράποντος

Η κοινωνία της Ερεσού μέχρι περίπου τις δεκαετίες 1960-70 ήταν οργανωμένες σε συντεχνίες επαγγελματιών, τα λεγόμενα «σνάφια». Η λέξη προέρχεται από την τουρκική «esnaf», έννοια που δηλώνει τον τεχνίτη αλλά και την κοινωνική τάξη. Τα σινάφια είναι επαγγελματικά σωματεία, συντεχνίες ή συνεταιρισμοί από μέλη με συναφή επαγγέλματα ή ασχολίες με τις οποίες κερδίζανε τα προς το ζην και διακατέχονται από κοινά συμφέροντα και επιδιώξεις. Ο θεσμός αυτός ξεκίνησε ήδη από τα βυζαντινά χρόνια και συνεχίστηκε να διαμορφώνει την τοπική κοινωνία έως τα μέσα του προηγούμενου αιώνα. 

Η ιδιαίτερη σχέση των κατοίκων το χωριού μας με το φυσικό περιβάλλον και οι κοινές ασχολίες τους διαμόρφωσαν τον τοπικό αγροτικό πολιτισμό, στα πλαίσια του οποίου οργανώθηκαν κυρίως δυο μορφές συνεργατισμών η μια ίσως πιο εξελιγμένη κι άλλη πιο πρωτόγονη, όπως αποτυπώθηκαν στο κοινωνικό γίγνεσθαι της ερεσιώτικης κοινωνίας. Οι κύριες, λοιπόν, αυτές συντεχνιακές δομές ήταν αυτή των ζευγάδων και η άλλη των τσομπάνηδων η ποιμένων, κάθε μια εκ των οποίων διαμόρφωσαν έναν ξεχωριστό πολιτισμό έναν γεωργικό κι έναν ποιμενικό, αντίστοιχα με διαφορές και ομοιότητες στις συνήθειες και τις ασχολίες. 

  Όπως διηγείται ο δάσκαλός μας, Μιλτιάδης Λαμπρινίδης, την ημέρα του αγίου Νικολάου γιόρταζε το σινάφι των ζευγάδων. Κάθε χρόνο αναλάμβανε κι ένας απ’ αυτούς να κάνει το «τάμα» στον άγιό τους. Έτσι, μια βδομάδα πριν το πανηγύρι, γύριζε σ’ όλα τα σπίτια του σναφιού και μάζευε το σιτάρι για να γίνουν τα κόλλυβα και οι άρτοι προς τιμή του αγίου Νικολάου, έτσι ώστε όλων τα γεννήματα να ευλογηθούν και να καρποφορήσουν. 

          Η γιορτή του αγίου Νικολάου γιορταζόταν στην Παναγία στο Κάτω χωριό, όπου υπήρχε και παρεκκλήσι. Οι γυναίκες τους με μπροστάρισσα τη γυναίκα του πανηγυρτζή στόλιζαν την παλιά και μεγάλη εικόνα του αγίου Νικολάου με όσα λουλούδια έβρισκαν στις αυλές τους και την τοποθετούσαν στο τρισκέλι. Γέμιζε η εκκλησιά από ανθρώπους της κούρασης και της βιοπάλης, του μόχθου και τους κομιστές της μάνας γης. Με τα κουρασμένα και γεμάτα ρόζους χέρια τους προσκυνούσαν και παρακαλούσαν για καλές σοδειές. Όλες οι οικογένειες των ζευγάδων, μικροί και μεγάλοι, ήταν παρόντες για να τιμήσουν τον προστάτη τους άγιο. Ντυμένοι όλοι με τα καλά τους ρούχα, με περιποιημένα τα μουστάκια τους, φρεσκοχτενισμένες μπόλκες: Νικόλας Σάκκος, Κωστής Κωνσταντέλος, Λουκής Μαθρακάς, Θαράπης Κόβρας, Καρούλης Νικόλας, Βατουσιανός Στέλιος, Σάββας, Χατζαντούρ’ς, Περσιμιός, Πιζτερμές, Ψιψίχλας κι άλλοι πιο παλιοί ήταν οι ζευγάδες της παλιάς εποχής. Ο τελευταίος εξ αυτών ήταν ο Στέλιος (ή Στέργιος) ο Βατουσιανός ο οποίος μέχρι τα βαθιά του γεράματα κρατούσε την παράδοση να εορτάζεται το πανηγύρι τούτο, ως ο μόνος απ’ τους πρωτινούς εναπομείνας ζευγάς. Το χωριό μας υπήρξε εποχή που είχε πάνω από διακόσια ζεύγη βοδιών. 

Μετά τη θεία λειτουργία μοίραζαν τον άρτο και τα κόλλυβα του αγίου, τα οποία είχε φτιάξει η γυναίκα του πρώτου ζευγά, και ακολουθούσε τρανό γλέντι στο σπίτι αυτού που είχε γι αυτή τη χρονιά το γενικό πρόσταγμα. Μουσικές, μεζέδες, ούζα και κρασιά δε σταματούσαν όλη μέρα κι όλη νύχτα. Ήταν η γιορτή του σιναφιού κι όλοι γιόρταζαν. 

Σε διήγησή του ο Νικόλας Παραλής λέει: «Οι ζιυγάδις κάνας πανηγύρ’ τ’Αϊ-Νικόλα στην Παναγιά, τον είχας προστάτη. Τούχας έθιμο. Οι τζομπανοί γιορτάζουν τον Αϊ-Σπυρή στουν Άγιου Κουσταγκίνο. Ίσαμ το 60-70. Δεν καναν μαζί παρέα. Σφάζαν αρνιά. Απ’ τς ζιυγάδις έτρωγε ο κόσμος. Απ’ τς τσουμπανοί δεν έτρωγε τίποτα. Οι τζομπανοί μοίραζαν το γάλα ούλο δυο φορές το χρόνο. Τη Μεγάλη Παρασκευή και της Αναλήψεως. Οι ζευγάδες μένανε στα ντάμια, οι τσουμπανοί στο βνο, οι γυναίκες κοιμόντας στο σπίκ’». 

Οι ζευγάδες ήταν πιο ανεξάρτητοι, καθώς διέθεταν τα σύνεργά τους, είχαν ένα περιβόλι να καλλιεργούν, έτρωγαν κι έδιναν και σε άλλους. Όπως αναφέρεται και στην πιο πάνω μαρτυρία οι τσομπάνηδες ζούσαν απομονωμένα στις μάντρες, ενώ οι γεωργοί εργάζονταν με όλη την οικογένεια στα χωράφια. Λειτουργούσε ο θεσμός της βοηθητικής εργασίας μεταξύ γειτόνων, φίλων και συγγενών, γνωστός σαν «δαν’καριές», δηλαδή δανεικές εργασίες. Ήταν οργανωμένοι σε ευρύτερες ομάδες, τους «νταϊφάδες» και η μια βοηθούσε την άλλη στο όργωμα,το φύτεμα της γης και στη γενικότερη περιποίηση των χωραφιών. 

Οι τσομπάνηδες ήταν πιο φτωχοί και πιο ταλαιπωρημένοι. Οι εργασίες τους απαιτούσαν μεγαλύτερο κόπο και περισσότερο ιδρώτα, γι αυτό σε πολλά κομμάτια της εργασίας τους συμμετείχαν όλα τα μέλη της οικογένειας. Η ζωή τους ήταν πιο συλλογική. Τα πιο παλιά χρόνια, οι φτωχοί τσομπάνηδες ήταν πιο εξαρτημένοι από τ’ αφεντικά τους, γιατί τα πρόβατα απαιτούσαν εκτάσεις γης για βοσκή κι οι γη ανήκε σε λίγους. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να υπάρχουν προστριβές και κοινωνικοί διαχωρισμοί. 

 Οι τσομπάνηδες ήταν κι εκείνοι, όπως τους ζευγάδες, οργανωμένοι σε σινάφι, αυτό των ποιμένων. Στο τέμπλο του καθολικού της Ι.Μ. Πιθαρίου υπάρχει αφιερωμένη η εικόνα του αγίου Ιωάννου του Προδρόμου, η οποία φιλοτεχνήθηκε απ’ τον αγιογράφο Α.Β. Ιωαννίδη το 1864 με δαπάνες της συντεχνίας των ποιμένων, όπως μαρτυρεί η επιγραφή της εικόνος. Το στοιχείο αυτό αποτελεί τεκμήριο της ύπαρξης του ποιμενικού συνασπισμού της Ερεσού κατά τον 19ο αιώνα. Εκείνοι τιμούσαν τον άγιο Σπυρίδωνα στις 12 του Δεκέμβρη κι έκαναν το πανηγύρι στον άγιο Κωνσταντίνο. Παρέθεταν το σδροσίν’ των κολλύβων και άρτους και το τελετουργικό ήταν το σύνηθες. 

Όταν ολοκληρώνονταν τα εκκλησιαστικά καθήκοντα, οι κεχαγιάδες, οι πιο ευκατάστατοι μεταξύ των ποιμένων μαζεύονταν σε έναν καφενέ ή σε κάποιο σπίτι όπου ακολουθούσε το γλέντι, όπως πάντα συνηθιζόταν στην Ερεσό σε κάθε στιγμή και αφορμή. Θυμάται κι απαριθμεί ο κ. Λαμπρινίδης τους παλιούς βρακοφόρους• Κουσταντάρας, Μχαλς γι Πανταχός, Μανίτας, Διομήδς, Κουσταγκίς γι Πιπές, Κουστής γι Τσαλαβούκς, γι Βασίλς ι Κόπους, γι Κουσταγκής ι Κουτσούκς, γι Λουκάς ι Λιουκούτσκους, το Τσουμούρ με το ούτ’, ο Μηνάς με τις διαταγές του, γι Μχαλ’ς γι Ασμάνς, γι Γιωργς, τ’ Αντραδέλια. Όλοι αυτοί κι άλλοι μαζεύονταν, έπιναν, τραγουδούσαν αμανέδες, γελούσαν και γλεντούσαν. Ο γνήσιος αυθορμητισμός των παλιών Ερεσιωτών αρκούσε και μόνο ώστε με μια σπίθα, ένα λόγο, μια δοξαριά ή μια σφυρηγματιά να αρχίσει το γλέντι και με τη σειρά ένας ένας οι απτάλικοι κι οι καρσιλαμάδες.  

Τα «σ’νάφια» μεταξύ τους είχαν διαφορές, αντιπαλότητες και φθόνους, που αφορούσαν κυρίως το κοινωνικό επίπεδο και την οικονομική κατάσταση, πράγμα που είχε αντίκτυπο στο επίπεδο των αξιών και της νοοτροπίας. Γνωστά μέχρι και σήμερα είναι τα πειράγματα, τα σχόλια και πολλά υπονοούμενα που άφηναν για τους τσομπάνους. Μέχρι που έφταναν σε σημείο να ταυτίζουν και τους ανθρώπους με τα ζώα. Έλεγαν για κάποιο παλιό πλούσιο ζωέμπορο , ο οποίος είχε το μονοπώλιο στην Ερεσό: «για γ΄ναίκα, για γελάδα, ίδια κοιτά». Για έναν άλλο έλεγαν ότι κερνούσε τη φοράδα του λουκούμι μπροστά στο καφενείο. Είναι γνωστές και αντίστοιχες ιστορίες για την εποχή που ήρθε το πρώτο μηχανοκίνητο όχημα στην πλατεία και πολλοί του συμπεριφέρονταν σαν ζώο. 

Ο θεσμός των σναφιών εξέλειψε από την Ερεσό ήδη από τα τέλη του προηγούμενου αιώνα, με την αναχώρηση της παλιάς γενιάς Ερεσίων, άξιοι εκπρόσωποι της οποίας ήταν όσοι ανώτερα αναφέραμε. Μπορεί να χάθηκε το συνεταιριστικό αυτό πνεύμα, μα πολλές συνήθειες και μνήμες παρέμειναν ανεξίτηλες στο υποσυνείδητο της ερεσιώτικης κοινωνίας. Ίσως οι διακρίσεις ατύπως και ανεπαισθήτως να παρέμειναν μεταξύ των δύο αυτών δομών, χωρίς αυτό να έχει κάποια οικονομική ή κοινωνική απόρροια. Οι τσομπάνηδες συνέχισαν να διατηρούν ένα διακριτό στρώμα μέσα στην γενικότερη ετερογένεια, ωστόσο οι ζευγάδες παραμένουν μόνο ως ένα στοιχείο που διαμόρφωσε την κοινωνική ιστορία του τόπου μας. Η Ερεσός συνεχίζει να θεωρείται ως ένας χώρος στον οποίο στηρίχτηκε και αναπτύχτηκε η κτηνοτροφία και ο ποιμενικός πολιτισμός. 

SHARE

ΜΟΙΡΑΣΟΥ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟ

Διαβάστε επίσης
Άρθρα απο την ίδια κατηγορία