Το Παλαιοχώρι έχασε την μαμή του, την Αγαθή Χρυσάφη
Με μεγάλη θλίψη, ο Σύλλογός Παλαιοχωριτών Λέσβου "Η ΜΕΛΙΝΤΑ" πληροφορήθηκε το θάνατο της Αγάθης Χρυσάφη, η οποία απεβίωσε χθες πλήρης ημερών (92 ετών). Έτσι το Παλαιοχώρι έχασε τη μαμή και νοσηλεύτρια του, η οποία διακόνησε το χωριό, που τόσο το αγάπησε και την αγάπησε, επί εξήντα και πλέον έτη και εμείς χάσαμε μια καλή φίλη.
Ας είναι ελαφρύ το Παλαιοχωριανό χώμα που θα την σκεπάσει. Στα παιδιά της, στα εγγόνια της και στους άλλους συγγενείς της, εκφράζουμε τα θερμά μας συλλυπητήρια. Αντί μνημοσύνου αναδημοσιεύουμε παλαιότερο αφιέρωμά μας στην Αγάθη.
ΑΓΑΘΗ ΧΡΥΣΑΦΗ
Η Αγάθη Ευσταθίου Κουτλή γεννήθηκε στις 3 Φεβρουαρίου 1930. Το Χρυσάφη ήταν επώνυμο του συζύγου της. Το 1946 φοίτησε στη Σχολή νοσοκόμων του Βοστάνειου Νοσοκομείου Μυτιλήνης, απ’ όπου απεφοίτησε το 1949. Εκπαιδεύτριες ήταν Αμερικανίδες νοσηλεύτριες, μαίες και γιατροί. Κατά τη διάρκεια της φοίτησης απέκτησε γνώσεις νοσηλευτικής και μαιευτικής. Έτσι επικράτησε ο τίτλος της «μαμής», που αντικατέστησε το όνομα Αγάθη. Ήταν πολύτιμη η βοήθεια που προσέφερε στις επίτοκες Παλιοχωριανές γυναίκες, αλλά και οι νοσηλευτικές της υπηρεσίες σε άνδρες και γυναίκες, είτε μόνη της είτε βοηθώντας κάποιο γιατρό. Δεν υπήρχε λιποθυμία, τραυματισμός, υπερτασικό επεισόδιο, «ταμλάς» (έμφραγμα), «συμφόρησ’» (εγκεφαλικό), που να μην καλούνταν να προσφέρει τις γνώσεις της και τις υπηρεσίες της. Οι ενέσεις και οι εμβολιασμοί ήταν εύκολη δουλειά για την Αγάθη.
Και όλα αυτά παράλληλα με τις αγροτικές της ασχολίες. Μάζευε ελιές και χόρτα, έβοσκε τις κατσίκες της και έκανε όλες τις αγροτικές δουλειές.
Όταν σταμάτησε τις νοσηλευτικές και αγροτικές ασχολίες της άρχισε να ξεδιπλώνει το κρυφό ταλέντο της στη ζωγραφική. Ζωγράφιζε τους τοίχους του σπιτιού της. Η σκάλα, η κουζίνα, το υπνοδωμάτιο της, όλο το σπίτι είναι γεμάτο με πολύχρωμα λουλούδια, πουλιά, παγόνια, παπαγάλους και ο,τιδήποτε άλλο είχε στη φαντασία της. Δεν έδειχνε τις ζωγραφιές της, τις καμάρωνε, όπως έλεγε, η ίδια και όταν τις είχε βαρεθεί, ζωγράφιζε άλλες από πάνω.
Λόγω της φιλίας μας, κάθε καλοκαίρι που πήγαινα στο χωριό, με καλούσε να ιδώ τις ζωγραφιές στο σπίτι της. Κάθε χρόνο μου έδειχνε διαφορετικά έργα της και πάντα με εντυπωσίαζε το πηγαίο ταλέντο της. Και πάντα φεύγοντας ήθελε να με «τρατάρει» με φρέσκα «καματερά» σύκα, καλοσυνάτη και χαμογελαστή, αφού μου είχε ιδιαίτερη αδυναμία, μιας και ήμουν ο πρώτος άνθρωπος στη ζωή της, που της έκανα «πρόταση γάμου», ιστορία που τη θυμόμαστε και γελούσαμε.
Μόλις έξι (6) ετών εγώ το 1951, εντυπωσιασμένος από τη κατάλευκη στολή της νοσοκόμου και το κατάλευκο καπελάκι, που φορούσε, πότε-πότε, η 21χρονη τότε Αγάθη, επιστρέφοντας από το Σχολείο, τη συνάντησα έξω από το σπίτι της και της είπα ότι τη θέλει, δήθεν, η μητέρα μου. Η Αγάθη άρπαξε τις σύριγγες και έτρεξε προς το σπίτι μας, 100 μέτρα απόσταση, νομίζοντας ότι η μητέρα μου είχε λιποθυμίσει. Μετά από δύο λεπτά έφθασα και εγώ φορτωμένος με το σχολικό «τρουβαδέλ’», με τις δύο γυναίκες έτοιμες να με κατσαδιάσουν. Αλλά και οι δύο, λίγο έλλειψε να λιποθυμήσουν από τα γέλια, όταν με άκουσαν να ρωτώ τη μητέρα μου, «αν μπορούσα να παντρευτώ την Αγάθη»! Και η τύχη της το έφερε να παντρευτεί Χρυσάφη!! Πάντα το θυμόμαστε και γελούσαμε και τώρα στον Παράδεισο θα γελά, βλέποντας να γράφω αυτή την ιστορία! Ας είναι αιωνία η μνήμη της.
Γιάννης Δημ. Χρυσάφης