Άρθρα - Γνώμες

11/08/2012 - 16:46

Μένα μι συμφέν(ει) (συμφέρει) α κάθουμι - Γράφει ο Μιχάλης Πολυπαθέλλης

Μένα μι συμφέν(ει) (συμφέρει) α κάθουμι - Γράφει ο Μιχάλης Πολυπαθέλλης

pan style="text-align: justify; ">Γράφει: Μιχάλης Πολυπαθέλλης

Ο Στρατήγ(η)ς του Κουντουρέλλ(η) ήταν ένας Ασωματιανός αγρότης, απ’ τους πιο δουλευταράδες του χωριού, βρακάς .
Ένα προχωρημένο πρωϊνό (9-10 η ώρα) βγήκε στου καφενέ κάθισε έξω από αυτόν στο δρόμο (μιας και ο καιρός ήταν Μάης προχωρημένος ) παρήγγειλε καφέ και το απολάμβανε.
Οι περαστικοί χωριανοί, τον χαιρετούσαν και τον κοίταγαν με περιέργεια, γιατί μαθέ 
καθόταν τέτοια καλή μέρα στου καφινέ γι Στρατήγς ήταν ασυνήθιστο γεγονός!!!
Μέχρι που πέρασε λίγο η ώρα,( ζύγωνε μεσημέρι), ι Σταρτήγς εκεί στου καφινέ. Περνούσε, προερχόμενος απ’ του μπαχτσέ ι Προκόπς, φίλος του Στρατήγ, καθημερινής παρέας στου καφινέ. 
- Τι γίνεται Στρατήγ΄ κάθισει συ , τέτοια μέρα μαθέ; Παράξινο μι φαίνιτι!!!
- Κάτσι να πιεις καφέ να στα πω.
Κάθισε λοιπόν γι Προκόπ’ς και γι Στρατήγ’ς αρχίζει να ιστορεί του κα(ϋ)μό τ.
Ψες πους λες πήγα στου μπαχτσέ στ’ Νυχτάντα να αρχίσου να τουν ετοιμάζου για του αρμάτουμα (1). Όμους του Στικέλ(ι) (2) που έχ’ μπαχτσέ απέναντι απί μένα, ξερς γι πουταμός μας χουρίζ’ έφαγει τα΄αυτιά μ ούλου του χ(ει)μώνα, επειδής ένα κλαδί απί τα’ καρυά (3) περνούσι πάνου απ’ του πουταμό κι σκίαζει ένα κουμάτ’ απ’ του θ’κοτ (4) του μπαχτσέ. Ξερ’ς πους γω δε είμαι απ’ αφνούς (5) που πειράζειν τα ιγτόν’ (6). Μόλις λοιπό πήγα στου μπαχτσέ ανέβ’κα στ’ καρυά με του σβαναδέλ(ι)(7) να κόψου του κλαδί. Τν’ ώρα που έπιφτει έπεισει μαζί τσι του σβαναδέλ, παγ’ μες του πουταμό, κατέβκα απ’ του δέντρου, έψαξα από δω, έψαξα απου κει τίπουτα άφαντου του σβαναδέλ. Ψάχνοντας στν άκριγια τα’ πουταμού μη τυχόν κι είνει σταματμένου με σι κανέ βάτου, μλιάσαν τα παπούτσια τσι γι κάρστις ιμ. Παγ’ του σβαναδέλ προυί – προυί. Τι να κάνου να μη χάσου τ’ μέρα μ’ πήρα απ’ του νταμ ντ τσουγκράνα να καθαρίσου κανέ σετ(ι) (8) . Δούλιψα κανέ – δυο ώρις , μέχρι που μάγκουσι σι μια λιγαριά καν κρακ σπα του σαπλίκ(ι) τς τσουγκράνας!!
Ε σίγουνι του μισμέρ(η), κάθ’σα να φάγου. Αμ τσίνου μι πρόλαβει γι ερμ γι κατσίκα έφαγι του ψουμί που είχα απάς τς’ χόντρ(ι) (9).
Σ’ κώθκα ξανά, είχα μια τσάπα μεσ’ του νταμ είπα να σκουλέψου κανέ κουμάτ’ ακόμα. Δούλιψα γι αλήθεια κανέ δυο ώρις αμ τσίνου έσπασει τσι σ΄αφτήν του σαπλίκ(ι). Δεν ήξιρα να γιλάσου γι να κλάψου απ’ τα νεύρα, του πήρα που λες απόφας(ι) κάλτσιψα (10) του γάδαρου, έδεισα ντ΄κατσίκα στου σαμάρ(ι) τσι τσίνσα (11) για του χουριό. Λίγου πιο κάτου απ’ τα’ Καμαριώτ(ι)σσα (12) στ΄αν’φόρα πειτάχτσει μια κουλουσαύρα (13) μες τα πουδάρια τ’ γαϊδουριού. Ξίπασει (14) γι έρμους, τραβούσι κι κατσίκα πρους τα πίσουμ έσπασι γι μισιά(15) ζ’γάφκα(16) κάτου, έπσασα τα τσιφάλια μ’. Τρέχαν τα αίματα. Σα νι έφταξα στου χουριό γράντσι (17) γι γ’ναίκα σα μι είδει τέτοια χάλια. Πήγαμει στου Ψαλτ’ (18) ξέσασει τα τσιφάλια μ (βγάζει του γνωστό Μυτιληνιό σκούφο) να για δε κατάστας(ι)!!! και δείχνει το κεφάλι του φασκιωμένο!!!
Του λοιπόν, 10 δραχμές του σβαναδέλ(ι)
8 δραχμές του σαπλίκ(ι) τς τσουγκράνας
12 δραχμές του σαπλίκ(ι) τς τσάπας.
6 δραχμές γι μισιά
3 δραχμές γι γάζεις (ι Ψάλτς δε δέχτσει παράδις)
Πόσα κάνειν ούλα μαζί; 39 δραχμές. Ε του μιρουκάματου έχ(ει) 30 δραχμές. 
Λουγάριασί τα να δεις 30 δραχμές του μιρουκάματου, ιμένα μι στοίχ(η)σει 39, μλιασμένα τα πουδάρια μ’ ούλ’ τα’ μέρα, νησκός (19) τσι του τσιφάλιμ σπασμένου. Γι αυτό σι λέγου μένα μι συμφαίν(ει) να κάθουμι!!! 
Γιλούσι γι Κοπ’ς (20) με τρανταχτά γέλια
Γι Στρατήγ(η)ς επέμενε, τίπουτα , μένα μι συμφαίν(ει) να κάθουμι!!!
 
ΓΛΩΣΣΑΡΙ:
1. Αρμάτουμα το φύτεμα το σύνολο της ετοιμασίας
2. Στικέλ(ι) = παρατσούκλι παλιού χωριανού
3. Καρυά = η καρυδιά
4. θ’κοτ =δικό του
5. Αφνούς = εκείνους
6. ιγτόν’= οι γείτονες
7. σβαναδέλ(ι) = το πριόνι συνήθως το μικρό
8. σετ(ι) = μεγάλη πεζούλα
9. Χόντρ(ι)’ = ο κορμός του δέντρου
10. Κάλτσιψα = καβαλίκεψα
11. Τσίνσα = ξεκίνησα
12. Καμαριώτ(ι)σσα = Παναγιά Καμαριώτισσα ξωκλήσι στο δρόμο προς τους Αγίους Αναργύρους στην πατωμένη και τοπωνύμιο
13. Κουλουσαύρα = σαύρα
14. Ξίπασει = τρόμαξε
15. Μισιά = το λουρί που δένει το σαμάρι και περνά κάτω από την κοιλιά του ζώου
16. ζ’γάφκα = έπεσα
17. Γράντσι = τρόμαξε
18. Ψαλτ’ = ο ψάλτης που ήταν και ο νοσοκόμος του χωριού.
19. Νησκός = νηστικός
20. Κοπ’ς = ο Προκόπης
 

 

Lesvosnews: ευχαριστούμε θερμά τον κ. Μιχάλη Πολυπάθελλη (τέως Δήμαρχο Ευεργέτουλα) για τη "διδακτική" ιστορία

Μοιράσου το άρθρο!