Οι υπεράνθρωποι του Μπαλτάκου
του Δημήτρη Καμπουράκη / protagon.gr
Τον Τάκη Μπαλτάκο μου τον σύστησε ο Αντώνης Σαμαράς. Είχα πάει ένα βράδυ σε μια ταβέρνα της Κηφισιάς, την Κατσαρίνα, κι έπεσα πάνω τους. Κάθονταν οι δυο τους παρέα σ’ ένα απόμερο τραπεζάκι. Ήταν τα «πέτρινα χρόνια» του Αντώνη, τότε που όπως έλεγε «κοίταζε μαζί με τη γυναίκα του το ταβάνι». Δε μπορώ να θυμηθώ με σαφήνεια τη χρονιά, υπολογίζω πάντως ότι ήταν έναν περίπου χρόνο πριν ο Καραμανλής τον βάλει στο υπουργείο πολιτισμού. Η γενική εικόνα του άλλοτε προβεβλημένου αρχηγού της Πολιτικής Άνοιξης ήταν αποκαρδιωτική. Δυο μπακούρια κουτσοπίνανε στην άκρη μιας άδειας αίθουσας. Μετά από λίγο άφησα την παρέα μου και πήγα στο τραπέζι τους. Ο Αντώνης Σαμαράς μου σύστησε τον συνδαιτυμόνα του, «Τάκης Μπαλτάκος, δικηγόρος». «Σπαρτιάτης» συμπλήρωσε ο ίδιος. «Έχει γράψει και καταπληκτικά βιβλία για την αρχαία Σπάρτη» μου είπε ο Σαμαράς.
Τότε κατάλαβα ποιος ήταν. Το βίτσιο μου με την ιστορία είχε αποδώσει εν προκειμένω. Είχα διαβάσει τα βιβλία του και μάλιστα πρόσφατα διότι τα θυμόμουν πολύ καλά. Ειδικά τον «θάνατο του Εφιάλτη». Έδειξε ευχάριστη έκπληξη που ήξερα το έργο του. Γλύκανε. Τα στενά του μάτια χαμογέλασαν κι άρχισε να μου μιλά με πάθος για τη Σπάρτη. Ο Σαμαράς δίπλα του χαμογελούσε, προφανώς τα είχε ακούσει όλα αυτά πολλές φορές από τον φίλο του. Ο Μπαλτάκος κελαηδούσε για την υπέροχη στρατιωτική δομή της Σπάρτης, για τη σκληρή εκπαίδευση των ανδρών της, για την ανεπανάληπτη κρυπτεία, για τον πολυσυζητημένο νόμο που επέτρεπε στις Σπαρτιάτισσες να αλλάζουν κατά βούληση συντρόφους ώστε να κάνουν γερά παιδιά. Όλη του η κουβέντα, όπως και τα βιβλία του άλλωστε, απέπνεε έναν απεριόριστο θαυμασμό για τη σταδιακή μετατροπή των Σπαρτιατών σ’ ένα είδος ανίκητων ρομποτικών υπερανθρώπων.
Όλα πήγαιναν καλά στην κουβέντα, ως την ώρα που του έκανα την ερώτηση: «Αυτή την περιγραφή που έχετε για τον τρόπο που άλλαζαν θέση οι Σπαρτιάτες πολεμιστές μέσα στη φάλαγγα την ώρα της μάχης, που τη βρήκατε; Έχετε φτιάξει κανονικό γράφημα. Περιγράφετε την τακτική τους με φοβερές λεπτομέρειες και με αριθμητικά παραδείγματα. Πότε ακριβώς άλλαζαν θέση, πώς γινόταν ο κύκλος ώστε να φεύγει η πρώτη γραμμή που πολεμούσε χωρίς να σπάει η παράταξη, μετά από πόση ώρα αντικαθιστούσε η μια γραμμή την άλλη, κ.λπ. Που τα βρήκατε αλήθεια όλα αυτά; Επειδή η αρχαία ελληνική φάλαγγα μ’ ενδιαφέρει πολύ, έχω ψάξει όλες τις ιστορικές πηγές, αλλά τέτοιο πράγμα δεν αναφέρεται πουθενά».
Είδα κατ’ ευθείαν το πρόσωπο του να παγώνει και τα μάτια του να χώνονται ξανά βαθιά μέσα στις κόχες τους, πίσω απ’ τους σκελετούς των γυαλιών του. «Όσα δεν ξέρουμε, μπορούμε να τα φανταζόμαστε με βάση τη συσσωρευμένη ιστορική μας γνώση», μου είπε ψυχρά και έκοψε μαχαίρι τη συζήτηση. Δεν ξαναμίλησε. Εκείνη την ώρα κατάλαβα ότι η κραταιά Σπάρτη των βιβλίων του Τάκη Μπαλτάκου, προερχόταν δευτερευόντως από την ιστορική έρευνα και ήταν πρωτίστως ένα κατασκεύασμα των επιθυμιών και της ψυχοσύνθεσής του. Με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που η πολιτική του στάση ως γραμματέας του Υπουργικού Συμβουλίου, ήταν μια χαζή μεταφορά της αρχαίας στρατόκαυλης Σπάρτης που είχε κατασκευάσει στο μυαλό του, σ’ ένα σήμερα που επίσης είχε κατασκευάσει στο μυαλό του.
Έτσι δημιουργούνται τα ιστορικά και τα πολιτικά ανέκδοτα.