Η γέννηση και ανάπτυξη του λεσβιακού εργατικού κινήματος
Ιστορικό πλαίσιο: Η Λέσβος στα τέλη του 19ου και στο κατώφλι του 20ού αιώνα
Προς το τέλος του 16ου αιώνα ορισμένες εξελίξεις στο διεθνή χώρο βρίσκουν απήχηση και στην οικονομική ζωή της Λέσβου. Οι μεγάλες γεωγραφικές ανακαλύψεις συσσώρευσαν στην Ευρώπη χρυσό και ήταν φυσικό ν’ αναζητηθούν νέες αγορές. Η Τουρκία, με τις τεράστιες εκτάσεις και τις μεγάλες πληθυσμιακές μάζες της αποτελεί ιδεώδη χώρο για τις επενδυτικές και εμπορικές δραστηριότητες του ευρωπαϊκού κεφαλαίου. Μετά τον Κρητικό πόλεμο (1645-1669) οι Ενετοί εκτοπίζονται από το Αιγαίο, στο οποίο πλέον εισβάλλουν οι Αγγλογάλλοι.
Η συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή (1774), με την οποία λήγει ο Ρωσοτουρκικός πόλεμος, προβλέπει ελεύθερη άσκηση της λατρείας από τους χριστιανούς της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και ελεύθερη ναυσιπλοΐα στο Αιγαίο στα πλοία που φέρουν ρωσική σημαία, πράγμα που απελευθερώνει το φυλακισμένο επιχειρηματικό πνεύμα των Λεσβίων. Στις 3-11-1839 δημοσιεύεται το φερμάνι του Τανζιμάτ (Χατισερίφ ή Χατ-ι-χουμαγιούν του Γκιουλ Χανέ) με το οποίο ανακηρύσσεται η πολιτική ισότητα όλων των υπηκόων του οθωμανικού κράτους ανεξαρτήτως τους θρησκεύματος τους. Με το ανορθωτικό φιρμάνι του 1856 (Ισλαχάτ Φερμανί) προστατεύεται η ελευθερία, η τιμή και η ιδιοκτησία των Οθωμανών υπηκόων. Μετά τα σουλτανικά διατάγματα του 1839 και του 1856, η δημογραφία του λεσβιακού τόπου μεταβάλλεται υπέρ των Ελλήνων, στα χέρια των οποίων πέρασε βαθμηδόν το σύνολο της έγγειας ιδιοκτησίας και ο αποκλειστικός έλεγχος όλων των τομέων της οικονομίας.
Η ανάπτυξη της Λέσβου μετά το 1850 συνδέεται με τον ανταγωνισμό που εκδηλώνεται από τις ευρωπαϊκές δυνάμεις για τη θαλάσσια κυριαρχία, τη μονοπώληση της αγοράς και την αναδιανομή του εδάφους της καταρρέουσας Οθωμανικής αυτοκρατορίας.
Κάτω από την πίεση της μεγάλης ζήτησης του λαδιού από τις βιομηχανίες της Βόρειας Ευρώπης, η καλλιέργεια της ελιάς επεκτάθηκε στα νησιά του Αιγαίου περιλαμβάνοντας και τη Λέσβο. Τα περισσότερα λιοτρίβια κτίστηκαν στην ανατολική πλευρά του νησιού, όπου οι εδαφολογικές συνθήκες είναι ιδιαίτερα ευνοϊκές για την καλλιέργεια της ελιάς.
Στο μεταξύ από τα τέλη του 17ου αιώνα οι πειρατικές επιδρομές είχαν σταματήσει και οι Λέσβιοι μπόρεσαν να ανοιχτούν στο Αιγαίο και στη Μαύρη Θάλασσα ως τα παράλια της νότιας Ρωσίας. Έτσι, με την άνθιση της ναυτιλίας και του εμπορίου, από τα μέσα του 19ου αιώνα είναι σε θέση να αναπτύξουν βιομηχανίες και μάλιστα όχι μόνο λαδιού αλλά και σαπουνιών.
Στη δύση του 19ου αιώνα η Λέσβος παρουσιάζει εικόνα άνθησης και ευημερίας. Έχει αναπτυγμένη αγροτική οικονομία (προσανατολισμένη στην ελαιοκαλλιέργεια ήδη από τον 18ο αιώνα), εμπόριο και βιομηχανία, επιβεβαιώνοντας τους χαρακτηρισμούς του «χρυσού νησιού» (Αλντίν Αντασί), του «ταμείου και κήπου» της αυτοκρατορίας, που της δίνουν οι Τούρκοι.
Η βιομηχανική ανάπτυξη και η εμφάνιση της εργατικής τάξης
Τα λιοτρίβια αντικατέστησαν στο τέλος του 19ου και τις αρχές του 20ου αιώνα τους παλιούς ελαιόμυλους, που είχαν σαν κινητήρια δύναμη (τουλάχιστον στην Λέσβο) τα ανθρώπινα χέρια, τη δύναμη των ζώων και το νερό.
Η άμεση γειτνίαση της Λέσβου με τις Μικρασιατικές ακτές, Αϊβαλί, Σμύρνη, Αδραμύττι και η μεγάλη παραγωγή λαδιού, οι παραχωρήσεις και οι νόμοι των Οθωμανών εκείνη την περίοδο καθώς και τα συμφέροντα και το ενδιαφέρον των μεγάλων δυνάμεων για την περιοχή δίνει την ευκαιρία στους κατοίκους του νησιού και συγκεκριμένα σε μια τάξη μεγαλοκτηματιών που έλεγχαν ήδη την οικονομία του λαδιού να χτίσουν αυτά τα βιομηχανικά κτίρια. Στο δεύτερο μισό του 19ου αι. τα ελαιοτριβεία ξεφύτρωναν το ένα μετά το άλλο.
Στις περιοχές της μεγάλης ελαιοπαραγωγής, από τα κατάλοιπα της επεξεργασίας του λαδιού, δημιουργήθηκαν οι πρώτες βιομηχανίες σαπουνιού (σαπωνοποιεία ή σαπουντζίδικα). Συγκεντρώθηκαν κύρια στις μεγάλες βιομηχανικές ζώνες: Πέραμα και Πλωμάρι, κοντά στα λιμάνια, πράγμα που διευκόλυνε την εξαγωγή των σαπουνιών. Η Λέσβος στις αρχές του 20ού αι. διέθετε πολύ καλή και ραγδαία αναπτυσσόμενη βιομηχανία.
Αναπτύχθηκε το εμπόριο και η ναυτιλία. Ενώ το 1865 στο λιμάνι της Μυτιλήνης καταφθάνουν εμπορικά πλοία συνολικής χωρητικότητας περίπου 80.000 τόνων, το 1911 εξυπηρετούνται πλοία συνολικής χωρητικότητας 929.151 τόνων, δηλαδή η κίνηση σχεδόν δωδεκαπλασιάζεται (11,61 φορές μεγαλύτερη). Αυτό οφείλεται στην αύξηση του αριθμού των ατμόπλοιων σε σχέση με τον αριθμό των ιστιοφόρων. Ενώ το 1865 η αναλογία των ατμόπλοιων προς τα ιστιοφόρα είναι 1/319,33, το 1909 γίνεται 1/1,92.
Στο Πλωμάρι υπήρχαν δυο ναυπηγεία και στόλος 70 εμπορικών σκαφών που αρμένιζαν στη Μεσόγειο και στη Μαύρη Θάλασσα. Εκτός απ’ αυτά υπήρχαν άλλα 160 πλοία στο νησί και 4 ατμόπλοια της Εταιρείας Π.Μ. Κουρτζή και Σία. Το 1874 στο Πλωμάρι υπήρχαν 120 πλοία διάφορης χωρητικότητας.
Η βιομηχανία λοιπόν γέννησε το εμπόριο, το εμπόριο έφερε τον πλούτο στην εγχώρια πλουτοκρατική τάξη, ο πλούτος την εκμετάλλευση και η εκμετάλλευση γέννησε τον συνεταιρισμό. Η συνεταιριστική ιδέα με κύριο άξονα το λάδι, αναπτύχθηκε δυναμικά στη Λέσβο, περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο μέρος της Ελλάδας. Ξεκίνησε από τον ίδιο το λαό για να ξεφύγει από την εκμετάλλευση των ιδιωτικών ελαιοτριβείων.
Στο διάγραμμα βλέπουμε την σταδιακή αντικατάσταση των παλιών ελαιόμυλων και αλευρόμυλων από τα ελαιοτριβεία και γενικότερα την αύξηση των βιομηχανικών κτιρίων στη Λέσβο την περίοδο 1885-1913.
Στο επόμενο διάγραμμα βλέπουμε την ανάπτυξη του λεσβιακού εμπορίου δηλαδή τον όγκο των ετήσιων συναλλαγών μετρουμένων σε χιλιάδες γαλλικά φράγκα την περίοδο 1854-1909.
Τέλος, στο διάγραμμα αυτό βλέπουμε την εξέλιξη του εξωτερικού εμπορίου της Λέσβου, δηλαδή τον όγκο των ετήσιων εισαγωγών και εξαγωγών μετρουμένων σε χιλιάδες γαλλικά φράγκα, στο διάστημα 1867-1909.
Η φτωχή αγροτιά
Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή το Σεπτέμβρη του 1922 επιστρέφουν στην Ελλάδα χιλιάδες Έλληνες στρατιώτες οι οποίοι ιδρύουν κατά τόπους συλλόγους με την ονομασία "Παλαιοί Πολεμιστές". Οι πρωτεργάτες αυτών των συλλόγων ήταν μέλη και στελέχη του ΣΕΚΕ, τα οποία είχαν δραστηριοποιηθεί αντιπολεμικά στο μικρασιατικό μέτωπο. Οι Παλαιοί Πολεμιστές ζητούσαν για τους στρατιώτες του μετώπου αποκατάσταση με την παροχή καλλιεργήσιμης γης στην επαρχία και την εξασφάλιση εργασίας στις πόλεις καθώς και συντάξεις για τα θύματα του πολέμου.
Οι στρατιώτες του μετώπου εντάχθηκαν μαζικά στους συλλόγους και πολύ γρήγορα ιδρύθηκαν 400 περίπου τμήματα σε όλη την Ελλάδα, ενώ έφθασαν να αριθμούν χιλιάδες μέλη. Παράλληλα οι σύλλογοι κυκλοφόρησαν και δική της εφημερίδα, τον «Παλαιό Πολεμιστή», που είχε φτάσει να πουλάει 20.000 φύλλα.
Μα η μεγάλη μάζα βρίσκεται στην ύπαιθρο. Το νησί είναι αγροτικό, με πληθυσμό που στην πλειοψηφία του απασχολείται στη μονοκαλλιέργεια της ελιάς. Η γη είναι μοιρασμένη άνισα, με λίγους μεγαλοϊδιοκτήτες και πολλούς φτωχούς, άκληρους ή με μικρό κλήρο γης, που όμως αναγκάζονται να δουλέψουν σαν εργάτες για να μπορέσουν να κερδίσουν όσα τους χρειάζονταν για μια στοιχειώδη διαβίωση.
Οι αγρότες αυτοί είναι θύματα τρομερής εκμετάλλευσης, με 16ωρη συνήθως ημερήσια εργασία, με υποχρέωση να δίνουν τις γυναίκες και τις κόρες τους σαν υπηρέτριες στ’ αφεντικά, ενώ οι ίδιοι έπρεπε να προσφέρουν έκτακτες υπηρεσίες στα σπίτια των αφεντικών το καλοκαίρι: σκίσιμο ξύλων για το χειμώνα ή κουβάλημα νερού ή άλλων παρόμοιων χοντροδουλειών αντί πινακίου φακής, χωρίς αμοιβή, πέρα από την υπόσχεση ότι θα τους δοθεί δουλειά τον επόμενο χειμώνα! Τα αφεντικά έλεγχαν ασφυκτικά την οικονομική ζωή στο χώρο της κυριαρχίας τους, όπως ήταν τα χωριά, κι εκεί ένας ή περισσότεροι βύζαιναν την οικονομική ικμάδα των χωριανών τους, κρατώντας τη γη στο μεγαλύτερό της μέρος, τα λιοτρίβια, τα μπακάλικα και τα μαγαζιά, έτσι που να μη τους ξεφεύγει κανένας χωριανός. Αυτοί αποφάσιζαν για το ποιοι θα δουλέψουν, αυτοί το ύψος του μεροκάματου, την τιμή του λαδιού, τις ώρες δουλειάς. Αυτοί έδιναν δάνεια στους χωρικούς, με όρους που τελικά τους αποξένωναν απ’ την όποια μικροϊδιοκτησία τους, που έμπαινε ενέχυρο. Αυτοί τους άνοιγαν πίστωση στα μπακάλικά τους κι όταν δεν πληρωνόταν το χρέος στην ώρα του, στη σοδειά δηλαδή, οι χρεώστες υποχρεώνονταν να υπογράφουν γραμμάτια και "ομόλογα", που αν δεν πληρώνονταν στη λήξη τους, οδηγούσαν στην κατάσχεση του κτήματος ή του σπιτιού του αδύνατου θύματος…
Στα διαγράμματα που ακολουθούν παίρνουμε μια σαφή εικόνα της κοινωνικής διαστρωμάτωσης της λεσβιακής κοινωνίας την περίοδο 1880-1910. Στο παρακάτω διαγράμματα , που εικονίζονται οι κοινωνικές κατηγορίες με βάση την κατανομή των προικών, βλέπουμε ότι τα λαϊκά στρώματα που ζουν σε συνθήκες απόλυτης ή σχετικής φτώχειας το 1880-1882 είναι το 89,7%, το 1900-1902 το 81,7% και το 1908-1910 το 57,2%. Στα αντίστοιχα χρονικά διαστήματα τα μεσοαστικά και αρχοντοαστικά στρώματα καλύπτουν το 10,3%, το 18,3% και το 42,8%. Η βιομηχανική και εμπορική ανάπτυξη ανεβάζει το βιοτικό επίπεδο μικρής μερίδας των φτωχών λαϊκών στρωμάτων, η πλειοψηφία των οποίων όμως εξακολουθεί να ζει σε άθλιες συνθήκες. Παράλληλα, τμήμα των φτωχών και μικροαστικών στρωμάτων μετατοπίζεται προς τα μεσαία και πλούσια κοινωνικά στρώματα.
Στα παρακάτω διαγράμματα , που εικονίζονται οι κοινωνικές κατηγορίες με βάση την κατανομή των διαθηκών, βλέπουμε ότι η κατηγορία που αντιστοιχεί σε άτομα που εργάζονται και δεν διαθέτουν αγαθά για να συντηρηθούν, αποτελεί την πλειοψηφία του κοινωνικού σώματος (89% το 1880-1886, 80,3% το 1887-1990 και 78,2% το 1901-1912). Την πρώτη δεκαετία του 20ού αιώνα μειώνεται ο αριθμός των άκληρων από περιουσιακή άποψη επί του συνόλου του λεσβιακού πληθυσμού. Παράλληλα γίνονται και οι εξής κοινωνικές μετατοπίσεις: Η κατηγορία που αποτελείται από τους χωρικούς με μέση περιουσία και τα μεσαία στρώματα της πόλης, και η κατηγορία Γ, που περιλαμβάνει την τοπική αστική τάξη, μεγαλέμπορους, βιομήχανους και μεγαλοκτηματίες, ισχυροποιούνται αποτελώντας τις αντίστοιχες χρονικές περιόδους το 11%, το 19,7% και το 21,8% του λεσβιακού πληθυσμού.
\
Στα τέλη του 19ου – αρχές 20ού αιώνα κάνουν την εμφάνισή τους στη Λέσβο και τα πρώτα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, με σημαντικότερα την Οθωμανική Αυτοκρατορική Τράπεζα και την Τράπεζα Μυτιλήνης, που ιδρύθηκε το 1891 από ντόπια κεφάλαια (Κουρτζής) αξίας 6.000.000 φράγκων.
Οι παραπάνω κοινωνικές μεταβολές γίνονται κατανοητές, όταν ενταχθούν μέσα στο γενικότερο ιστορικό πλαίσιο της εποχής, όπως αυτό αναλύεται στο «Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ, Α΄ Τόμος 1918-1949, σελ. 56-58). Στις αρχές του 20ού αιώνα, ενώ στις δυτικές ευρωπαϊκές χώρες όχι μόνο είχε ολοκληρωθεί η βιομηχανική επανάσταση, αλλά και είχε αρχίσει το πέρασμα από το προμονοπωλιακό στο μονοπωλιακό στάδιο του καπιταλισμού, ο καπιταλισμός στην Ελλάδα εξακολουθούσε να αναπτύσσεται κυρίως στον εμπορικό και τραπεζικό τομέα, καθώς και σε άλλες σφαίρες της μη υλικής παραγωγής και μόνο εν μέρει σε ορισμένους κλάδους της ελαφράς και επισιτιστικής βιομηχανίας. Το εμπορικό και το συντηρητικότατο κτηματικό κεφάλαιο, καθώς και το τραπεζικό σύστημα εξακολουθούσαν να αναπτύσσονται δυσανάλογα σε σύγκριση με το βιομηχανικό κεφάλαιο. Οι πιο αντιπροσωπευτικοί τύποι του ελληνικού κεφαλαίου στα τέλη του 19ου – αρχές 20ού αιώνα ήταν οι έμποροι, οι τραπεζίτες, οι εφοπλιστές και οι κτηματίες.
Η αλλαγή του συσχετισμού των δυνάμεων ανάμεσα στις κυρίαρχες τάξεις του αστοτσιφλικάδικου συνασπισμού υπέρ της αστικής τάξης εκδηλώθηκε δυναμικά το 1909 στο Γουδί, όταν ο στρατός και οι προοδευτικοί αξιωματικοί εξεγέρθηκαν και ανέτρεψαν το παλιό πολιτικό σύστημα. Οι τσιφλικάδες, 90 χρόνια μετά την Επανάσταση του 1821, αποτελούσαν σοβαρό εμπόδιο στην καπιταλιστική ανάπτυξη, ενώ οι αστοί που στο μεταξύ είχαν δυναμώσει αρκετά οικονομικά, είχαν αρχίσει να διεκδικούν την εξουσία στον αστοτσιφλικάδικο συνασπισμό. Από την άλλη ο εργαζόμενος λαός, που η θέση του εξαιτίας της έντασης της εκμετάλλευσης χειροτέρευε όλο και περισσότερο, ποθούμε μεταβολή, ζητούσε ριζική αλλαγή.
Ο αγώνας για το δημοτικισμό και η προοδευτική διανόηση
Ο Νίκος Πασαλής (1884-1985) ρίχνει στο νησί το σπόρο του σοσιαλισμού, επί τουρκοκρατίας ακόμα. Λόγω των φρονημάτων και της δράσης του καταδικάζεται το 1910 από τους Τούρκους με εξορία στο Μαρόκο, αλλά η λαϊκή κινητοποίηση των Μυτιληνιών ματαιώνει την εκτέλεση της ποινής, λίγα χρόνια πριν την απελευθέρωση του νησιού.
Στο σοσιαλισμό ο Νίκος Πασαλής μυήθηκε το 1902 από τον δικηγόρο Παντελάκη Βλαχόπουλο, που είχε έρθει νεαρός τότε από την Κωνσταντινούπολη και συνήθιζε να διαβάζει το περιοδικό "Έρευνα" που έβγαζε ο σοσιαλιστής Πλάτων Δρακούλης. Ο Βλαχόπουλος σύχναζε στο καπελάδικο του Γαβριήλ Γέδαρου (μετέπειτα καφενείο Κρυστάλ) και ο Πασαλής, περίεργος μαθητής της Ε΄ γυμνασίου, χωνόταν στο ίδιο μέρος και μελετούσε το περιοδικό του Δρακούλη. Από κει του δόθηκαν τα πρώτα ερεθίσματα και φυτεύτηκαν οι σπόροι του σοσιαλισμού. Το 1903 εκδόθηκε το λογοτεχνικό περιοδικό «Νουμάς», δημιούργημα του Δημήτρη Ταγκόπουλου, που έπαιξε πολύ σημαντικό ρόλο στην επικράτηση της δημοτικής γλώσσας.
Ο Νίκος Πασαλής μετείχε στο "Αδελφάτο της Εθνικής Γλώσσας, η Ανάσταση", που ιδρύθηκε το 1905 στην Πόλη και είχε ιδρυτικά μέλη τους Φώτη Φωτιάδη, γιατρό, Γιάννη Σιώτη, γιατρό, Γιάγκο Παντελίδη, έμπορο, Δημ. Τανταλίδη, ποιητή. Επίτιμα μέλη του στην Ευρώπη ήταν οι Γιάννης Ψυχάρης, Αλέξανδρος Πάλλης, Δημήτρης Πετροκόκκινος. Σκοπός αυτού του αδελφάτου ήταν η αναγνώριση και επικράτηση της δημοτικής γλώσσας.
Πρώτος μαθητής του αδελφάτου στη Λέσβο ήταν ο Αχιλλέας Κοντάρας από τον Μανταμάδο. Το 1909 λοιπόν δημιουργήθηκε στη Μυτιλήνη η πρώτη σοσιαλιστική ομάδα.
Τα μέλη της συγκεντρώνονταν στο θέατρο Καψιμάλη και μιλούσαν για την κοινωνική προκοπή και δικαιοσύνη. Η ομάδα αυτή πρωτοστάτησε στους αγώνες για το δημοτικισμό και την προοδευτική διανόηση. Εκεί, εκτός από τον Κοντάρα και τον Πασαλή, μαζεύονταν στελέχη κυρίως των εργοστασίων Καλαμάρη.
Η προσφορά της Μυτιλήνης στο γλωσσικό αγώνα υπήρξε πολύ σημαντική και κατέχει μια απ’ τις πρώτες θέσεις στην ιστορία. Οι πρώτοι δημοτικιστές της Λέσβου εμπνεύστηκαν από τα κηρύγματα του Αργύρη Εφταλιώτη. Ο Πασαλής γνωρίστηκε στη Γέρα με το Δημήτρη Αλβανό, το Μανώλη Βάλλη, το Στρατή Βαρελτζίδη και δημιουργήθηκε η πρώτη παρέα των δημοτικιστών. Από μακριά γνώρισε και τον πρωτοκήρυκα και ιεραπόστολο του δημοτικισμού Στρατή Παπαντωνίου, επαναστατική μορφή που χάθηκε γρήγορα. Ο Στρατής Παπαντωνίου σχημάτισε στη Γέρα στα 1898 τον πρώτο πυρήνα. Σ’ αυτόν, εκτός από τους παραπάνω που αναφέρει ο Πασαλής, μετείχαν και οι Βάσος Ελεγάς, Χρύσανθος Μολίνος, Μίλτος Κουντουράς, Θόδωρος Θεοδωρίδης.
Τα συχνά ταξίδια του Αλέξανδρου Πάλλη και του Αργύρη Εφταλιώτη, οι επαφές τους με τους πρώτους δημοτικιστές, ιδίως το Θεοδωρίδη, τον Πασαλή και τον Αλβανό, που είχαν σαν αποτέλεσμα την έκδοση του περιοδικού "Χαραυγή" (1910-1914), αποτέλεσαν σταθμό στην ιστορία του δημοτικισμού.
Ο Πάλλης έστελνε βιβλία, καθοδηγούσε και ενθάρρυνε με επιστολές τους πρωτοπόρους της Μυτιλήνης. Παράλληλα μέσω αλληλογραφίας με τον Πάλλη σημαντικοί πνευματικοί άνθρωποι της εποχής στρατεύτηκαν στον αγώνα για το δημοτικισμό. Όπως ο Μανταμαδιώτης καθηγητής της Φυσικής και της Χημείας Μιχαήλ Στεφανίδης και ο θεολόγος Γιάννης Δελής, αδελφός του Αριστείδη, που υπήρξε ένας από τους πρώτους σημαιοφόρους της γλωσσικής ιδέας στη Μυτιλήνη, με κηρύγματα διαφωτιστικά και λόγους εθναπελευθερωτικούς. Το 1910 ως καθηγητής του γυμνασίου ο Α. Δελής δίνει διάλεξη στο λαϊκό σχολείο με θέμα «Η θεωρία του σοσιαλισμού», που καταχειροκροτήθηκε από πλατύ ακροατήριο.
Καθώς ο αστικός μετασχηματισμός της οικονομίας και της κοινωνίας βαθαίνει το χάσμα ανάμεσα σε αστούς και εργάτες, ο Τύπος της Λέσβου και ιδίως οι εφημερίδες Λαϊκός Αγών και Χαραυγή καυτηριάζουν συχνά την αντεργατική και αντιλαϊκή στάση των ιδιοκτητών των ελαιοτριβείων. Οι μεγαλέμποροι αποδοκιμάζονται διότι υποχρεώνουν τους υπαλλήλους τους να εργάζονται 14 ώρες τη μέρα και την Κυριακή — ημέρα αργίας — ως τις 6 μ.μ. Οι εργοστασιάρχες, οι μεγάλοι γαιοκτήμονες και οι εκπρόσωποι της Χριστιανικής Κοινότητας δεν μένουν αλώβητοι από τα βέλη της κριτικής του Λαϊκού Αγώνα.
Η διάδοση των σοσιαλιστικών ιδεών και η ανάπτυξη του εργατικού κινήματος
Έτσι λοιπόν, μέσα στις αντικειμενικές συνθήκες που διαμορφώνουν η βιομηχανική και εμπορική ανάπτυξη του νησιού, η ταξική διαστρωμάτωση της λεσβιακής κοινωνίας με έντονη την παρουσία της φτωχής αγροτιάς, η προοδευτική διανόηση με αιχμή του δόρατος τον αγώνα για το δημοτικισμό και η διάδοση των σοσιαλιστικών ιδεών, κάνει την εμφάνισή της στο ιστορικό προσκήνιο η εργατική τάξη που, όπως και η αστική τάξη, βρίσκεται στο στάδιο συγκρότησής της. Σ’ αυτήν συσπειρώνονται εργάτες από τα βιομηχανικά συγκροτήματα, τους παλαιούς μύλους και εργάτες γης. Πλαισιώνεται επίσης από χαμάληδες του λιμανιού, αχθοφόρους, ναύτες άεργους, υπαλλήλους των εμπορικών καταστημάτων και από το υπηρετικό προσωπικό της πόλης.
Το 1887 ιδρύεται η Εργατική Αδελφότης Μυτιλήνης και ο γιατρός Προκόπης Λευκίας κάνει διάλεξη με θέμα «Περί εργασίας και εργάτου», η οποία κυκλοφορεί σε φυλλάδιο το 1888.
Ήδη από το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα μαρτυρούνται οι πρώτες συνδικαλιστικές οργανώσεις (βυρσοδεψών, καπνεργατών, τσαγκάρηδων, ραφτών, νηματουργών κ.ά.), ως αποτέλεσμα της βιοτεχνικής και βιομηχανικής ανάπτυξης του νησιού και της συνακόλουθης εμφάνισης ακμαίου εργοστασιακού προλεταριάτου.
Το 1909 και 1910 εκδηλώνεται για πρώτη φορά η οργανωμένη αντίδραση των εργατών. Απεργίες πολύμηνης διάρκειας γίνονται σε όλα τα σαπωνοποιεία τον Πλωμαρίου και στα βυρσοδεψεία της Μυτιλήνης. Οι εργατικές διεκδικήσεις αφορούν την αύξηση των ημερομισθίων και την τήρηση της Κυριακής ως ημέρας αργίας και στρέφονται εναντίον της αυταρχικής πολιτικής των εργοδοτών. Οι εκδηλώσεις αυτές, που αποτελούν σπέρματα εργατικής συνειδητοποίησης, θα ξεφύγουν από την εμβρυακή και συντεχνιακή μορφή τους αρκετά χρόνια μετά από την ένωση της Λέσβου με το Ελληνικό Κράτος, και ιδίως μετά την εγκατάσταση του κύματος προσφύγων που επέφερε η Μικρασιατική καταστροφή.
Τον Απρίλη του 1915 αντιπρόσωποι από σοσιαλιστικούς ομίλους της Μυτιλήνης παίρνουν μέρος στην πρώτη πανελλαδική σοσιαλιστική συνδιάσκεψη, η οποία αναθέτει στη «Σοσιαλιστική Ένωση» να συγκαλέσει το συνέδριο του Σοσιαλιστικού Κόμματος.
Στις 25 Οκτώβρη του 1917 (7 Νοέμβρη με το νέο ημερολόγιο) ξεσπά στη Ρωσία η Μεγάλη Οκτωβριανή Σοσιαλιστική Επανάσταση, ένα από τα σημαντικότερα γεγονότα της ιστορίας της ανθρωπότητας, που εγκαθιστά την πρώτη εργατική εξουσία. Οι ιδέες και τα διδάγματά της επηρεάζουν βαθιά τις λαϊκές μάζες και γίνονται υλική δύναμη στον αγώνα για την απελευθέρωση της παγκόσμιας εργατικής τάξης και των συμμάχων της.
Τον Οκτώβρη του 1918 ιδρύεται η Γενική Συνομοσπονδία Εργατών Ελλάδος (ΓΣΕΕ) και το Νοέμβρη του ίδιου χρόνου ιδρύεται το Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα Ελλάδας (ΣΕΚΕ), που το 1924 - στο 3ο Έκτακτο Συνέδριό του - μετονομάζεται σε Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας (ΚΚΕ).
Οι Λέσβιοι στρατιώτες που πήραν μέρος το 1919 στην εκστρατεία της Ουκρανίας για την κατάπνιξη της Ρούσικης Επανάστασης, όταν απολύθηκαν και γύρισαν στα χωριά τους, διηγιόταν σαν σε παραμύθι αυτά που είχαν δει κι αυτά που άκουσαν! Πώς οι φτωχοί ξεσηκώθηκαν ενάντια στη σκλαβιά, στην οποία τους κρατούσαν οι αφέντες. Πώς γύρισε ο κόσμος τα πάνω κάτω! Αυτοί ήταν οι πρώτοι κήρυκες της επανάστασης. Το έδαφος στη λεσβιακή ύπαιθρο ήταν έτοιμο. Ο σπόρος έπεφτε σε γόνιμη γη…
Το ΚΚΕ στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1920 οργανώνει «πυρήνες» - τριάδες και μικροομάδες - στους χώρους της δουλειάς. Τα μέλη του τότε φορούν τραγιάσκες, κόκκινες γραβάτες και μαθαίνουν επαναστατικά τραγούδια. Γιορτάζουν την Εργατική Πρωτομαγιά και την επέτειο της Οχτωβριανής Επανάστασης. Όμως, σιγά - σιγά, βρίσκουν το δρόμο τους γιατί παράλληλα δένονται τα εργατικά σωματεία. Το 1928 ιδρύεται το Ενωτικό Εργατικό Κέντρο στη Λέσβο. Στη Μυτιλήνη, οι εργάτες αρχίζουν να κινητοποιούνται στα σωματεία τους. Στο Καταστατικό του Παλλεσβιακού Εργατικού Κέντρου Λέσβου (Έτος ίδρυσης 1917) υπογράφουν εκπρόσωποι των σωματείων: Σύνδεσμος Εργατών Τυπολιθογράφων Μυτιλήνης (Έτος ίδρυσης 1916), Σύνδεσμος Εργατών Θαλάσσης Μυτιλήνης (Έτος ίδρυσης 1915), Σύνδεσμος Αχθοφόρων Ελαιολάδων Προκυμαίας Μυτιλήνης, Σύνδεσμος Αχθοφόρων Τελωνείου Μυτιλήνης, Σ. Εργατοϋπαλλήλων Αρτοποιών Μυτιλήνης, Σ. Εργατών Υποδηματοποιών Μυτιλήνης (Ημερομηνία ίδρυσης 19.3.1917). Στο Καταστατικό του Ενωτικού Εργατικού Περιφερειακού Κέντρου Λέσβου (Ημερομηνία ίδρυσης 19 Αυγούστου 1934) υπογράφουν εκπρόσωποι των σωματείων: Σύνδεσμος Τυπολιθογράφων, Σύνδεσμος Ραφτεργατών Μυτιλήνης, Σωματείο Λατόμων Μυτιλήνης, Σωματείο Οικοδόμων Μυτιλήνης, Καπνεργατική Ένωση Μυτιλήνης, Σωματείο Ραφτεργατών Αγιάσου, Σωματείο Εργατών Γης Αγιάσου, Σωματείο Εργατών Γης Μεσαγρού (Γέρας).
Οι Μικρασιάτες πρόσφυγες προσθέτουν τη δυστυχία και την ανεργία τους στη φτώχεια των ντόπιων, αλλά και την τεχνική της επεξεργασίας καπνού. Αυτό τους βοηθά να πιάσουν δουλειά σαν καπνεργάτες, κι έτσι δημιουργείται στη Λέσβο ένας δυναμικός εργατικός κλάδος. Χώροι δουλειάς τότε είναι τα καπνομάγαζα, με πολλές εργάτριες κι εργάτες, τα εργαστήρια των τσαγκαράδων, στα οποία δουλεύουν ομαδικά 10-40 τεχνίτες, κι αργότερα, όταν ιδρύεται η Ηλεκτρική Εταιρία και εγκαθιστά το δίκτυο ηλεκτροδότησης της πόλης - που χρησιμοποιεί πολλούς εργατοτεχνίτες, αυτοί οι τεχνίτες αποτελούν ένα δυναμικό εργατικό κλάδο αξιόλογο. Και στα χωριά, σταδιακά, ιδρύονται σωματεία εργατών γης, στα οποία εντάσσονται όλοι όσοι ασχολούνται με την παραγωγή του λαδιού (καλλιέργεια γης - κλάδεμα - ράβδισμα – συλλογή – παραγωγή).
Από δω και πέρα, τέλος δεκαετίας του 1920, αρχές της δεκαετίας του 1930, αρχίζει ο αγώνας που έκανε το οχτάωρο να έχει οχτώ ώρες δουλειάς και όχι δεκάξι! Ο αγώνας που ανέβασε τα μεροκάματα, έτσι που να μπορεί ο εργαζόμενος να τρώει ψωμί! Ο αγώνας που οργανώνεται και κατευθύνεται απ’ τους κομμουνιστές, που κύριο όπλο έχει την απεργία και που εμφανίζεται σ’ όλο το νησί με συμμετοχή της συντριπτικής πλειοψηφίας των εργαζομένων.
Τα επόμενα χρόνια της ένωσης της Λέσβου με το Ελληνικό Κράτος και της πολιτικής και οικονομικής αστάθειας εξαιτίας των Βαλκανικών και του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου ανέκοψαν τη ροή του εμπορίου και μετέβαλαν το μέχρι τότε ευνοϊκό για την εξέλιξη του υλικού βίου πλαίσιο. Η Λέσβος εντάχθηκε σε μιαν οικονομία με διαφορετικό επίπεδο ανάπτυξης και λειτουργίες. Ο ρόλος του νησιού στον καταμερισμό της ελληνικής πραγματικότητας άλλαξε σε σχέση με το προηγούμενο καθεστώς. Η επιδείνωση της θέσης του λαού οδήγησε στην ένταση των κοινωνικών αγώνων και την ισχυροποίηση του κινήματος την περίοδο του μεσππόλεμου. Αλλά αυτό είναι αντικείμενο μιας άλλης έρευνας.
Παναγιώτης Μιχ. Κουτσκουδής
Πηγές
• Ευρυδίκη Σιφναίου, ΛΕΣΒΟΣ. Οικονομική και κοινωνική ιστορία (1840- 1912), εκδ. ΤΡΟΧΑΛΙΑ, Αθήνα, 1996.
• Αρίστος Πολυχρονιάδης «Αφιέρωμα στα 73 χρόνια του ΚΚΕ», Νέο Εμπρός, 19/12/1991, σελ.: 3, 4, 5).
• Κώστας Γ. Μίσσιος, «Ο Λεσβιακός Τύπος και οι δημιουργοί του (24 Αυγούστου 1864-31 Μαρτίου 2008). Συμβολή στην ιστορία της λεσβιακής γραμματείας, τ. δέκατος πέμπτος, εκδ. Πιττακός, Αθήνα 2009.
• Δώρα Σαντή, «Νίκος Πασαλής. Ένας ιδεολόγος αγωνιστής» στο Λεσβιακό Ημερολόγιο 2003, του Αριστείδη Κουτζαμάνη
---
Το αφιέρωμα περιλαμβάνεται στο Λεσβιακό Ημερολόγιο 2022 (με την επιμέλεια του Π. Σκορδά)